- ἐκδίδομεν
- ἐκδίδωμιgive uppres ind act 1st plἐκδίδωμιgive upimperf ind act 1st pl (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αΐδασμος — ἀίδασμος, ον (Α) 1. ο υποκείμενος σε διαρκή δασμό («ἐκδίδομεν τὴν γῆν ἀίδασμον» επιγραφή) 2. (και αντίθ.) αδασμολόγητος, αφορολόγητος … Dictionary of Greek
εμφανούμενος — ἐμφανούμενος και ἐμφανόμενος, η, ον (Μ) (μτχ. επίθ. από το ἐμφαίνομαι) παρών («τὸν ἐμφανούμενον ἰσασμόν ἐκδίδομεν» εκδίδουμε την παρούσα συμφωνία, Διάτ. Κυπρ.) … Dictionary of Greek